σφοδροτάτων

σφοδροτάτων
σφοδρός
vehement
fem gen superl pl
σφοδρός
vehement
masc/neut gen superl pl
σφοδρός
vehement
fem gen superl pl
σφοδρός
vehement
masc/neut gen superl pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Αβέρωφ, φυλακές — Οι φυλακές που βρίσκονταν έως το 1973 στη λεωφόρο Αλεξάνδρας της Αθήνας και έδωσαν το όνομά τους στη γύρω συνοικία. Χτίστηκαν το 1892 από τον εθνικό ευεργέτη Γ. Αβέρωφ και προσφέρθηκαν στη βασίλισσα Όλγα ως δώρο για τους αργυρούς της γάμους. Η… …   Dictionary of Greek

  • Μοσούλη — (Mosul ή αραβκ. Al Mawsil). Πόλη (664.223 κάτ. το 1987) του βορείου Ιράκ, πρωτεύουσα της επαρχίας Νινάουα ή Νινευή· η παράθεση πρόσφατων πληθυσμιακών στοιχείων καθίσταται δύσκολη, εξαιτίας της ασαφούς κατάστασης που ισχύει στην περιοχή, μετά τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”